Έρχονται κάποιες στιγμές στη ζωή μας που διαπιστώνεις ότι είσαι σαν κουκκίδα στον άνεμο. Σε παίρνει και σε πάει όπου θέλει και δεν έχεις να κρατηθείς από πουθενά. Κάθε άσχημη στιγμή συνοδεύεται από ρίγος, ενόχληση, έναν κόμπο στο λαιμό και βάρος στο στήθος. Σκέφτεσαι ότι με μια βαθιά ανάσα, όλα θα φύγουν και θα ξαλαφρώσεις. Πέφτεις τόσο χαμηλά. Σκας το σώμα σου στον πάτο και λες ότι θα παρεις ώθηση για το φως, για την επιφάνεια.
Κάτι συμβαίνει πάντα και η δίνη όσο ανεβαίνεις σε τραβάει μαζί της ψιθυρίζοντας, ότι αν είναι να τρελαθεί αυτή, θα σε πάρει μαζί της 20 μέτρα βαθύτερα. Πασχίζεις για λίγο οξυγόνο, διεκδικείς λίγη ζωή παραπάνω, σαν κάποιος να σου την χρωστάει. Χάνεσαι από το Εγώ σου που είναι περισσότερο αδηφάγο, από την ζούγκλα που σε περιτριγυρίζει. Αγκομαχάς και παλεύεις. Ιδανικά, θέλω, πίστη, υποχρεώσεις, υλικά αγαθά και μεγαλεπίβολες θέσεις, σχέδια που σου θολώνουν τα νερά και δεν ξέρεις κατά που να κινηθείς για να σωθείς. Να σώσεις το τομάρι σου και τις αλυσίδες που τραβολογάς από τις αμαρτίες σου. Τι και αν σου βροντοφωνάζει σιγανά αυτή η φωνούλα να παραδοθείς, δεν είσαι τίποτα παραπάνω από μια σάρκα, ένα πνεύμα και μερικές θεωρίες περί απολύτου.Τεντώνεις το λαιμό σου, νιώθεις να πνίγεσαι, να στερεύουν τα σωθικά σου από αέρα…
Είσαι έτοιμος να σκάσεις, να εκραγείς και παραδίνεσαι…αφήνεσαι στην τύχη σου κι ό,τι γίνει.”Έχει ο Θεός για μένα” (Ποιος;), λες κι ως δια μαγείας τυφλώνεσαι από το φως, ανοίγεις τα ρουθούνια σου και τραβάς τζούρα από αυτό που σε δημιούργησε. Είσαι στην επιφάνεια. Το μόνο που θες είναι να επιπλεύσεις. Έχε το νου σου στον ουρανό.