Σήμερα το απόγευμα ήταν συνηθισμένο, μουντό και τσαλακωμένο σαν όλα τ’ άλλα. Η Μαρία έσυρε τα ποδάρια της και διένυσε την προκαθορισμένη της πορεία από τη δουλειά προς τη στάση του αστικού με την ίδια κούραση, με την ίδια γκρίζα απόχρωση με το ίδιο βαριεστημένο ύφος. Θαρρείς πως αν της δινόταν η ευκαιρία θα άφηνε τη βαρύτητα να τη ρουφήξει μέσα στον πυρήνα της Γης κι ακόμα βαθύτερα. Έφτασε. Και τώρα περιμένουμε. Πήρε μία αχρείαστη βαθιά ανάσα και έξυσε με το παπούτσι της τη βρώμικη πλάκα του πεζοδρομίου. Κοντοστάθηκε να ακουμπήσει τη σιδερένια βέργα που στήριζε τη στάση, αλλά θυμήθηκε ότι δεν είχε μαντηλάκια να σκουπίσει τα χέρια της κι έτσι μάζεψε τη σκέψη της κι έπειτα το χέρι της. Ούτε καν που κοίταξε ποιος ήταν δίπλα της.
“Καλημέρα, δεσποινίς”, της λέει χαμηλόφωνα ο ξένος, για να πάρει ως απάντηση τη σιωπή της κι ένα μειδίαμα αποστροφής στο στενό πρόσωπό της. “Καλημέρα, λέω” αφουγκράζεται επαναληπτικά ο ξένος, για να λάβει τη γεμάτη απαξίωση απάντηση της Μαρίας “Το απόγευμα δεν λέμε καλημέρα” και ρόλαρε τα μάτια της, σαν να είχε ακούσει το πιο ανύποφορο πράγμα -εκτός από τη συναδελφό της που σήμερα το πρωί της έλεγε πως θα βάλει ντετέκτιβ να παρακολουθήσει τον άντρα της- τί ήταν να το θυμηθεί ξαναρόλαρε τα μάτια της. “Ναι, έχετε δίκιο ωραία μου μαντμαζέλ, αλλά μιας και κοντοστέκεστε στο σπίτι μου θα πάμε με τη δική μου ώρα. Συμφωνείτε;” Ξαφνικά, η Μαρία αποφάσισε να του κάνει τη χάρη και να του πει χαμηλόφωνα κι αυτή καλημέρα, κάνοντας ένα βήμα πιο πίσω.
Γρήγορα άρχισε η ματιά της να σαρώνει το λιπόσαρκο σώμα του ξένου, τα βρώμικα του νύχια, τα γκρίζα κατσαρά μαλλιά του και τα κομπιασμένα μούσια που έκρυβαν όλο το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν καταπράσινα και λίγο έκανε τη Μαρία να φοβηθεί, να ανατριχιάσει, αυτά τα ανεξήγητα που βγάζει το κορμί χωρίς λόγο. “Μα, που είναι αυτό το παλιολεωφορείο” μούγκρισε η Μαρία μέσα από τα δόντια εκνευρισμένη. “Γιατί βιάζεστε, δεσποινίς μου, έχετε κάποιον σημαντικό σκοπό; Μήπως σας περιμένουν στο αεροδρόμιο για να παραλάβετε τον έρωτα της ζωής σας; Μήπως έχετε κάνει κάποια σημαντική ανακάλυψη για κάποια εξωτική δερματική αρρώστια και θα σας χαλάσει η φόρμουλα; ΧΑΧΑΧΑ” γέλασε τόσο δυνατά που θρυμμάτισε μεμιάς τον εγωισμό της Μαρίας..
Για περίπου έντεκα λεπτά η Μαρία δεν μίλησε, δεν κουνήθηκε και ίσως να μην πήρε καν ανάσα. Για έντεκα λεπτά ηχούσε το βροντερό γέλιο του ρακένδυτου ξένου στο μυαλό της. Περπάτησε λίγα εκατοστά παρακεί και αγκάλιασε την τσάντα της σαστισμένη. Αλήθεια γιατί βιαζόταν; Αλήθεια τί σημαντικό είχε κάνει στη ζωή της; Ποιος ήταν ο σκοπός της; Πόσο εύκολα αφήσε έναν ξένο να της ταράξει το μυαλό… Προτού συνεχίσει τον συλλογισμό της έφτασε το αστικό. Μπαίνοντας μέσα άκουσε τον ξένο να της φωνάζει κουνώντας τα χέρια του “ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ!” Ίσως αν του είχε απαντήσει μία καλημέρα να είχε τελειώσει η υπόθεση εκεί. Η σκέψη της έτρεχε σαν την καθημερινότητα γύρω από το παμπάλαιο αστικό. Από την επόμενη φορά θα λέω καλημέρα.