Είδη Jazz
Ragtime (1880-αρχές 1900)
Το ράγκταϊμ (ragged time: κουρελιασμένος χρόνος) αποτέλεσε το πρώτο στιλ τζαζ, μουσική κυρίως για σόλο πιάνο και λιγότερο για ορχήστρα. Το βασικό μουσικό χαρακτηριστικό του είναι ο συγκοπτόμενος ρυθμός, συνήθως δύο ή τεσσάρων τετάρτων. Σύμφωνα με τον Μάρσαλ Στερνς αποτελεί ένα είδος ροντό που κατάγεται από το μενουέτο και το εμβατήριο. Το ύφος του ράγκταϊμ προσαρμόστηκε από τον πιανίστα, ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας Φέρντιναντ “Τζέλι-Ρολ” Μόρτον. Οι συνθέσεις ράγκταϊμ, τα αποκαλούμενα και ράγκς, αποτέλεσαν επίσης μέρος του ρεπερτορίου της τζαζ της Νέας Ορλεάνης αλλά και της λευκής σχολής του Ντίξιλαντ. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα την περίοδο 1900 – 1915. Το ράγκταϊμ παίζεται και σήμερα από παραδοσιακές ορχήστρες. Γνωστότεροι συνθέτες του είδους είναι ο Jelly Roll Morton και ο Scott Joplin (Σκοτ Τζόπλιν).
Τζαζ της Νέας Ορλεάνης
Στο μεγαλύτερο λιμάνι των νοτίων πολιτειών (και μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου), υφαίνεται η πρώτη ενόργανη μορφή τζαζ, πάνω στη βάση των Negro Spiritual και Blues με την επιμειξία ποικίλων ηχοχρωμάτων, νέγρικων ρυθμών, προτεσταντικών ύμνων, ιρλανδικών και γαλλικών μελωδιών, με ήχους χορωδιών και παρελάσεων.
Η νομοθετική ρύθμιση του 1897 να περιοριστεί γεωγραφικά η πορνεία σε μια γειτονιά, Storyville (Στόρυβιλ) προσδίδει στη Jazz χαρακτήρα μουσικής του υπόκοσμου, περιφρουρώντας την -ταυτόχρονα- μουσικά για να αναπτυχθεί. Ανάμεσα στα ονόματα της Τζαζ της Ν. Ορλεάνης : Baddy Bolden, King Olliver, Kid Ory, Sydney Bechetκαι Louis Armstong. Το 1917 το Στόρυβιλλ κλείνει και οι μουσικοί που απασχολούνταν εκεί, αναζητούν εργασία σε άλλες πόλεις.
Πρώτος σταθμός: το Σικάγο. Η Οικονομική κρίση του 1929 εξακτινίζει τη Τζαζ και τους μουσικούς της σε κάθε πολιτεία. (Νέα Υόρκη -Χάρλεμ)
Bebop (1940-1950)
Το μπίμποπ είναι ένα είδος της τζαζ μουσικής που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1940. Λίγα χρόνια αργότερα, το στυλ του χαρντ μποπ εξελίχθηκε από το μπίμποπ.
Ιστορία
Το Μπίμποπ θεωρείται γενικά έργο δύο σημαντικών μουσικών της τζαζ, του Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος καθιέρωσε τη μελωδική φρασεολογία και δημιούργησε την τεχνοτροπία και του Ντίζι Γκιλέσπι που την κωδικοποίησε και αποκάλυψε τις δυνατότητες της. Αρκετοί ακόμα μουσικοί που ανήκουν στο ρεύμα του σουίνγκ αποτέλεσαν σημαντική επιροή για την διαμόρφωση του μπίμποπ, όπως ο Λέστερ Γιάνγκ και ο Κόλμαν Χώκινς.
Το είδος του μπίμποπ εξελίχθηκε στις αρχές του 1940 και απέκτησε ένα ευρύτερο κοινό περίπου στα 1945. Σε αντίθεση με το σουίνγκ, θεωρήθηκε αρκετά τεχνικό ή πολύπλοκο και δεν είχε ποτέ την ίδια εμπορική απήχηση. Ο ίδιος ο Γκιλέσπι υποστήριξε πως η ιδιαίτερη τεχνική που απαιτούσε το μπίμποπ ήταν στην πραγματικότητα ένας εκ των στόχων του προκειμένου να ανυψώσει το μουσικό αυτό είδος σε υψηλά επίπεδα, προσβάσιμα μόνο σε πολύ ικανούς μουσικούς. Από την άλλη πλευρά, παλαιότεροι τζαζ μουσικοί, αλλά και ο Λούις Άρμστρονγκ εξέφρασαν την αντίθεση τους στο μπίμποπ.
Ύφος
Στην ουσία, η διαφοροποίηση του μπίμποπ από άλλα είδη της τζαζ έγκειται σε έναν ακόμα καταμερισμό του ρυθμού. Μετά τα 2/2 του στυλ της Νέας Ορλεάνης και τα 4/4 του σουίνγκ, οι Πάρκερ και Γκιλέσπι παρουσίασαν τα 8/8 χρησιμοποιώντας έναν έντονο τονισμό στις αλλαγές συγχορδιών της σύνθεσης. Το γεγονός ότι έπαιζαν κι οι δυο πολύ γρήγορα ήταν λιγότερο σημαντικό από τη δυνατότητα τους να εκμεταλλεύονται απόλυτα τις ρυθμικές προεκτάσεις.
Αναπτύσσοντας ένα σύστημα υποκατάστατων συγχορδιών που υπερθέτει ο εκτελεστής πάνω στις αρχικές, και παίζοντας σε διπλό χρόνο (παίζοντας τα σολιστικά τμήματα σε διπλή ρυθμική αγωγή από την αρχική), ο Πάρκερ ουσιαστικά άλλαξε το πρόσωπο της τζαζ.
Η επιδέξια χρήση πολλών μουσικών κλιμάκων στην ίδια σύνθεση άνοιγε νέους ορίζοντες στην έμπνευση και στις ιδέες των εκτελεστών. Τα αυτοσχεδιαζόμενα σόλο ήταν πολύπλοκες παραλλαγές ή νέες συνθέσεις που βασίζονταν περισσότερο στην αρμονία παρά στη μελωδία της σύνθεσης.
Ουσιαστική αλλαγή έγινε ακόμα και στην εμφάνιση των καλλιτεχνών. Σε αντίθεση με τους καλοντυμένους κι ευπαρουσίαστους μουσικούς του ντίξιλαντ και του σουίνγκ, που έπαιζαν μουσική χορού κυρίως σε πολυτελέστατα κέντρα με άπλετο φωτισμό, οι μουσικοί του μπίμποπ ντύνονταν απλά, με καθημερινά ρούχα, άφηναν γένια και έπαιζαν συνήθως σε μπαρ με λίγο φωτισμό και με ατμόσφαιρα κατάλληλη να τους εμπνέει. Στην περίοδο αυτή βλέπουμε να εισάγεται και η ευρεία χρήση ναρκωτικών από τους μουσικούς.
Ανάμεσα στους μαθητές του Πάρκερ ήταν ο Μάιλς Ντέιβις που δημιούργησε ένα βραχύβιο συγκρότημα, τους “Birth Of The Cool” που αντικατέστησε τις υπερβολές του Μποπ με πιο ήπια δομή και υποσχέθηκε ότι θα προσέφερε πολλά πράγματα στην επόμενη δεκαετία. Ο Ντέιβις αντικατέστησε τα τροπικά πρότυπα (που δεν βασίζονται στους δύο κύριους τρόπους, μείζονα και ελάσσονα) με πιο συμβατικά αρμονικά πρότυπα, μια αντίληψη που χαρακτηρίζει έκτοτε την τζαζ. Οι θεωρίες του Ντέιβις όμως αποδείχθηκαν αρνητικές για τον τενόρο σαξοφωνίστα Τζων Κόλτρεϊν και τον Σόνυ Ρόλινς γιατί στο παίξιμο τους ο αριθμός των αρμονικών αλλαγών που «στριμώχνονταν» η μία πάνω στην άλλη σε μεγάλο αριθμό.
Μια λύση προσπάθησε να δώσει ο σαξοφωνίστας Ορνέτ Κόουλμαν, ο οποίος δημιούργησε την «ελεύθερη μορφή» (free form) εγκαταλείποντας την διαδικασία τής «διαφωνίας προς την λύση», τις ενδείξεις του χρόνου και τις τονικότητες. Ωστόσο, το έργο συγχρόνων του Κόουλμαν όπως οι Όσκαρ Πίτερσον, Μπάντυ Ριτς, Σταν Γκετς και Γουές Μοντγκόμερυ αποδείκνυε πως η τζαζ δεν είχε προσανατολιστεί παντελώς σ’ αυτές τις κατευθύνσεις ακολουθώντας πιο παραδοσιακές τζαζ φόρμες.
Boogie
Το μπούγκι είναι ένα είδος τζαζ μουσικής που είχε σημαντική απήχηση περίπου τη δεκαετία του 1940. Η φόρμα του μπούγκι χαρακτηρίζεται συνήθως από έναν γρήγορο και επαναλαμβανόμενο ρυθμό και ενώ στην αρχή της εμφάνισής του εμφανίστηκε σαν ένα στυλ για σόλο πιάνο, αργότερα επεκτάθηκε με την χρήση πρόσθετων οργάνων ή μεγάλης ορχήστρας. Λέγεται ότι ο μονότονος ρυθμός του τραίνου επηρέασε το μπούγκι που προσπάθησε να τον μιμηθεί και υπάρχουν πολλά μπούγκι που αναφέρονται στο τραίνο, όπως το Honky-tonk train blues, Stearaline train No 39 και άλλα. Μέχρι το 1920 δεν χρησιμοποιούνταν αυτός ο ορός για να χαρακτηρίσει το στυλ αυτό, μέχρι που κυκλοφόρησε μια δημοφιλής σύνθεση με τον τίτλο «Boogie -woogie» και από τότε επικράτησε να λέγεται έτσι.
Το μπούγκι χτίζεται με μικρές, χτυπητές φράσεις που αυτοσχεδιάζονται από το δεξί χέρι στο πιάνο, ενώ το αριστερό παίζει σταθερά ένα ρυθμικό και κυλιόμενο μπάσο. Συνήθως οι πιανίστες δεν μεταχειρίζονταν το πεντάλ για να κρατήσουν περισσότερο τις νότες, αλλά έπαιζαν τρέμολο και τρίλλιες ή χτυπούσαν επανειλημμένα την ίδια συγχορδία. Στη δεκαετία του 1920-30 δε γινόταν γλέντι και πάρτυ δίχως πιανίστα μπούγκι. Τότε ήταν στίς δόξες τους οι Κλάρενς Λόφτον, Τζίμμυ Γιάνσεϋ, Πάιν Τόπ Σμίθ. Οι πιανίστες αυτοί δεν είχαν γνώσεις μουσικής, αλλά δεν τις χρειάζονταν μια και στηρίζονταν μόνο σε μερικές αρμονικές διαδοχές, ενώ αυτοσχεδίαζαν επί ώρες πρακτικά, “με το αυτί” όπως λέγεται. Οι νεώτεροι τότε πιανίστες Άλμπερτ Άμμονς, Μεντ Λουξ Λούις, Πήτ Τζόνσον κ.ά. δημιούργησαν μια νέα κίνηση γύρω στα 1935, οπότε και το μπούγκι αναμείχτηκε με το σουίνγκ και παιζόταν πια κι από μεγάλες ορχήστρες. Το στυλ του μπούγκι έγινε ιδιαίτερο δημοφιλές την περίοδο 1937-1938 χάρη στις συναυλίες τους των Τζόνσον, Άμμονς και Λιούις στο Carnegie Hall και είχε σημαντική επίδραση στους κάντρι (country) μουσικούς της εποχής. Θεωρείται μάλιστα από πολλούς πως το μπούγκι αποτέλεσε τη βάση του ροκ εν ρολ.
Cool Jazz (1940-1950)
Η «Κουλ τζαζ» (Cool jazz) αναπτύχθηκε στα τέλη του 1940, περίπου την ίδια εποχή με το μπήμποπ. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη, ατμοσφαιρική, χαμηλών τόνων και συγκρατημένη και επηρεασμένη από τους σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι., όπως τον Ι. Στραβίνσκι και τον Κλ. Ντεμπισύ.
Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κουλ τζαζ θεωρούνται ο τρομπετίστας Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) και ο πιανίστας και συνθέτης Γκιλ Έβανς(Gil Evans). Ο Μάιλς Ντέιβις εισήγαγε μια πιο εγκεφαλική και περισσότερο πειθαρχημένη ενορχήστρωση από το παραδοσιακό μπήμποπ (ιδιαίτερα στα συντομότερα σόλο), με αποτέλεσμα να κάνει τη μουσική κουλ να διαφέρει αισθητά από το προηγούμενο είδος.
Με το έργο του «The Birth of the Cool» («Η γέννηση της κουλ τζαζ»), ξεφεύγει από τα στερεότυπα χρησιμοποιώντας έντονα την τροπικότητα.
Το στιλ της κουλ (ψυχρής) τζαζ θεωρείται από πολλούς ένα από τα ακραία σημεία της μέχρι σήμερα εξέλιξης της τζαζ μουσικής και αναπτύχθηκε περίπου στη δεκαετία του 1950. Στόχος του είδους αυτού είναι το “ψυχρό” και καθαρό παίξιμο, συνήθως περισσότερο εγκεφαλικό και λιγότερο συναισθηματικό, που επιτυγχάνεται με ανάλογη χρήση των οργάνων — χαρακτηριστικό είναι εξάλλου πως κλασσικά όργανα όπως το φλάουτο εισάγονται στην τζαζ για πρώτη φορά. Μια τέτοια προσέγγιση της τζαζ γοήτευσε πολλούς νεαρούς λευκούς μουσικούς, ειδικότερα στην Καλιφόρνια και το Λος Άντζελες, για αυτό και συχνά αναφέρεται και ως σχολή της Δυτικής Ακτής. Ανάμεσα στους μουσικούς που υπηρέτησαν την κουλ τζαζ βρίσκονται οι Ντέηβ Μπρούμπεκ, Λένι Τριστάνο, Μπιλ Έβανς αλλά και ο Μάιλς Ντέηβις.
Dixieland (1917-1920)
Το ντίξιλαντ (dixieland) είναι είδος της τζαζ μουσικής που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Αμερική και κυρίως στη Νέα Ορλεάνη. Έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο είδος της τζαζ που εμφανίστηκε και σήμερα αποτελεί τύπο της παραδοσιακής τζαζ, όπου αυτοσχεδιάζουν μικρά συγκροτήματα και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την παραδοσιακή τζαζ που παίζεται όμως κυρίως από λευκούς μουσικούς.
Ετυμολογία
Η ετυμολογία του όρου ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν μια γαλλική τράπεζα της Νέας Ορλεάνης εξέδωσε ένα καινούργιο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων όπου αναγραφόταν ο αριθμός στα γαλλικά (dix). Πολύ γρήγορα, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών άρχισαν να αποκαλούν την πόλη της Νέας Ορλεάνης και ολόκληρη την πολιτεία της Λουιζιάνα «γη των dix» (land = γη, τόπος) και γενικότερα, dixieland.
Έτσι, καθώς το όνομα Ντίξιλαντ (Dixieland) επικράτησε να λέγεται για τις νότιες πολιτείες, η μουσική που ξεπήδησε από τις πολιτείες αυτές πήρε το ίδιο όνομα.
Ύφος
Το στυλ ντίξιλαντ πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι λευκοί μουσικοί άρχισαν να μιμούνται τους νέγρους συναδέλφους τους. Λίγοι όμως κατάφερναν να αφομοιώσουν τον τρόπο ερμηνείας των μαύρων. Οι περισσότεροι πήραν απλώς το μουσικό ρεπερτόριο τους και το έπαιζαν διαφορετικά, επηρεασμένοι από τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Επίσης, πολλοί που είχαν μουσική μόρφωση, συχνά αντικαθιστούσαν τον αυτοσχεδιασμό με μουσική γραμμένη από πρίν, κάτι πού έκανε τη μουσική τους λιγότερο ευέλικτη από των νέγρων.
Τελικά, η τάση τους να θέσουν σε μουσικές φόρμες τα κομμάτια που έπαιζαν, έγινε αιτία να δημιουργηθεί ένα ορισμένο στυλ εκτέλεσης, με κύρια χαρακτηριστικά τη συγκοπή, τον περιορισμένο αυτοσχεδιασμό, την πλούσια ρυθμική κίνηση, καθώς και τη δημιουργία ενός είδους αντίστιξης. Οι μουσικοί αφού έπαιζαν πρώτα όλοι μαζί τη μελωδία και ακολουθούσαν τα σόλο, στο τέλος αυτοσχεδίαζαν όλοι μαζί πάνω στη σύνθεση, ενώ το πιάνο κρατούσε ρυθμικά τις βασικές συγχορδίες.
Οι μουσικοί του ντίξιλαντ καινοτόμησαν και στο ρυθμό των τεσσάρων τετάρτων. Δεν τόνιζαν μόνο το πρώτο και το τρίτο μέρος, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα, αλλά το δεύτερο και το τέταρτο, δημιουργώντας έτσι το δικό τους τρόπο ρυθμικής συγκοπής ενώ αντικαθιστούσαν συχνά τον κανονικό τονισμό του μέτρου προσθέτοντας τεχνικούς και απροσδόκητους τονισμούς. Αυτό ακριβώς αποτελεί ένα κύριο χαρακτηριστικό του στυλ αυτού.
Hard Bop
Με την ονομασία Χαρντ Μποπ (Hard Bop) αναφερόμαστε σε ένα μουσικό ρεύμα της δεκαετίας του 1950, που αποτέλεσε μια μεταγενέστερη επέκταση του Μπίμποπ αλλά και μία αντίδραση στο ρεύμα της Κουλ τζαζ. Παρόλο που το Χαρντ Μποπ βασίστηκε σε μελωδίες που δεν ήταν ακραία απαιτητικές σε τεχνική, όπως ήταν αυτές του Μπίμποπ, εντούτοις όμως, δεν έκανε καμμία παραχώρηση ως προς την ένταση και τη δύναμη που το στιλ αυτό ανέδιδε. Το κατάφερε αυτό διατηρώντας τους ρυθμούς του Μπίμποπ, περιλαμβάνοντας όμως περισσότερα αυθεντικά Μπλουζ και Γκόσπελ ακούσματα.
Ο Αρτ Μπλάκι (Art Blackey) με το συγκρότημα “Art Blakey And The JazzMessengers” παρέμεινε για δεκαετίες ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του στιλ Χαρντ Μποπ. Τα πρώτα σχήματα του Art Blackey περιελάμβαναν μουσικούς όπως ο πιανίστας Χόρας Σίλβερ (Horace Silver), ο τρομπετίστας Κλίφορντ Μπράουν (Clifford Brown) και ο σαξοφωνίστας Λου Ντόναλντσον (Lou Donaldson).
Αργότερα, ο Clifford Brown δημιούργησε ένα σχήμα με τον ντράμερ Μαξ Ρόουτς (Max Roach) το οποίο θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα κουιντέτα (σχήμα με 5 μέλη) στην ιστορία. Ο Μάιλς Ντέιβις (Miles Davis) υιοθέτησε σε αρκετά άλμπουμ το ύφος αυτό, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ενώ ο οργανίστας Τζίμι Σμιθ (Jimmy Smith) ήταν ένας ακόμα από τους διάσημους εκπροσώπους του Χαρντ Μποπ. Στην ιστορία της Τζαζ, πολλά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν από τα προαναφερθέντα σχήματα, αποτελούν σήμερα τμήμα της προτεινόμενης Τζαζ δισκογραφίας.
Swing (1935-1945)
Το σουίνγκ (swing) είναι ένα είδος της τζαζ μουσικής που έγινε αυτόνομο και αναγνωρίσιμο στυλ κατά τη δεκαετία του 1930 στις Η.Π.Α. Αποτελεί ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη μοντέρνα τζαζ. Η ονομασία του προέρχεται από το αγγλικό ρήμα swing, που σημαίνει κουνιέμαι, αιωρούμαι, ακριβώς γιατί η μουσική ήταν εύθυμη και ρυθμική και γιατί συνδυαζόταν με τον αντίστοιχο χορό που απαιτούσε ευκινησία.
Ιστορία
Το είδος του σουίνγκ πρωτοεμφανίστηκε μετά το 1920 στο Σικάγο, στις μεγάλες ορχήστρες νέγρων και κυρίως του Κάουντ Μπέζι και της Μαίρη Λου Γουίλλιαμς. Μετά το 1930 όμως πλήθαιναν οι μεγάλες ορχήστρες και οι λευκοί άρχισαν να αντιγράφουν τη μουσική των μαύρων. Η μουσική καλλιέργεια των λευκών τους έκανε νά διαμορφώσουν ένα άλλο είδος τζαζ με στοιχεία ευρωπαϊκής μουσικής. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έπαψαν οι επιδράσεις, είτε προέρχονταν από την κλασική μουσική είτε από την ξένη λαϊκή. Χάρη στο σουίνγκ, όμως, άνοιξαν οι ορίζοντες της τζαζ και άρχισε η διάδοση της και εξω από την Αμερική.
Από το 1935 μέχρι το 1945 όλες oι ορχήστρες έπαιζαν σουίνγκ, η νεολαία χόρευε τον αντίστοιχο χορό, τοραδιόφωνο μετέδιδε προγράμματα τζαζ ενώ παράλληλα γίνονταν κοντσέρτα και περιοδείες. Επιπλέον, ο Μπένι Γκούντμαν είχε στεφθεί βασιλιάς του σουίνγκ ενώ ονομαστές ορχήστρες ήταν αυτές των αδελφών Τόμμυ & Τζίμμυ Ντόρσεϋ και του Γκλεν Μίλλερ. Μέσα από τις μεγάλες ορχήστρες του σουίνγκ, ξεπήδησαν πολλοί μουσικοί που έδωσαν ώθηση στους νεώτερους να καινοτομήσουν ριζικά στη τζαζ, προκαλώντας τη βαθμιαία μετάβαση από τις παλιές μορφές προς τις νεότερες. Μεγάλες προσωπικότητες αυτής της «μετάβασης» είναι ο Τσάρλι Κρίστιαν στην κιθάρα, ο Λέστερ Γιάνγκ στο τενόρο σαξόφωνο, ο Τζίμμυ Μπλάντον στο μπάσο και ο Ρόυ Έλντριτζ στην τρομπέτα.
Στην εποχή του σουίνγκ θα πρέπει να αναφερθεί και ένας πολύ σπουδαίος συνθέτης και πιανίστας, ο Ντιούκ Έλλιγκτον, παρόλο που δεν ανήκει ολοκληρωτικά σε κανένα στυλ. Έγινε πολύ γνωστός με τη συμβολή του στη δημιουργία της διασκευασμένης τζαζ για μεγάλη ορχήστρα, χαρακτηριστικό της περιόδου του σουίνγκ. Ο Ντιούκ Έλλιγκτον είναι αναμφίβολα από τους σημαντικότερους μουσικούς σε όλη την ιστορία της τζαζ καθώς η ζωή του συμβαδίζει με τη γένεση και την ανάπτυξη της. Η μουσική του αποτελεί μια σύζευξη της παραδοσιακής και της μοντέρνας τζαζ κατά ένα μοναδικό τρόπο.
Στα χρόνια του σουίνγκ εμφανίζονται και οι σημαντικότερες τραγουδίστριες και τραγουδιστές της τζαζ: η Έλλα Φιτζέραλντ, η Μπίλλι Χόλιντεϋ, η Ανίτα Ό Ντέυ, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Τζίμμυ Ράσσιγκ κ.ά. Ένας συνδυασμός του σουίνγκ με την αφρο-κουβανέζικη μουσική σχημάτισε το Μάμπο και επηρέασε ορχήστρες όπως του Τίτο Πουέντε ενώ και οι ορχήστρες σουίνγκ συνήθιζαν να παίζουν κομμάτια σε αυτούς τους ρυθμούς. Ένα από τα θετικά στοιχεία του σουίνγκ ως μουσικό είδος αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποίησε στις ορχήστρες λευκούς και νέγρους μουσικούς μαζί. Αυτό ήταν μια νίκη στις φυλετικές διακρίσεις των Αμερικανών και στην επιμονή τους να θεωρούν την τζαζ μουσική μόνο των νέγρων.
FreeJazz (δεκαετία του 1960)
Από αυτή την εποχή εμφανίζεται ένας κατακλυσμός νέων ρευμάτων και στυλ με κύριο χαρακτηριστικό τον αυτοσχεδιασμό. Ο όρος «Φρη τζαζ» (Freejazz) δίνει την εικόνα της νέας κατεύθυνσης της μουσικής τζαζ στη δεκαετία του 1960. Πειραματική, προκλητική και ενδιαφέρουσα για αρκετούς ακροατές, έχει ως χαρακτηριστικό τον υψηλό βαθμό διαφωνίας. Οι εκτελεστές δοκιμάζουν νέους ήχους εμπνεόμενοι από έξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, όπου όλοι οι εκτελεστές αυτοσχεδιάζουν ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από την αρμονική διαδοχή της σύνθεσης, ήταν κάτι το σύνηθες, προσδίδοντας μερικές φορές την αίσθηση του «οργανωμένου χάους».
![]() |
Σημαντικός εκπρόσωπος της Φρη τζαζ είναι ο σαξοφωνίστας Ορνέτ Κόλμαν (Ornette Coleman). Σύμφωνα με τη θεωρία του, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι να κάνει κάποιος μουσική. Έτσι οι μουσικοί εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους μέσα από τη μουσική. Η μελωδία, ο ρυθμός και η αρμονία χρησιμοποιούνται ισότιμα και έτσι οι μουσικοί παίζουν, σκέφτονται και αισθάνονται μέσα από ένα συνδυασμό ήχων, έχοντας με αυτόν τον τρόπο απεριόριστη ελευθερία.
ECM jazz – Ευρωπαϊκή τζάζ
Το 1969 στη Γερμανία ιδρύεται η δισκογραφική εταιρεία ECM, η οποία δέχτηκε στους φιλόξενους κόλπους της τους μουσικούς της jazz, που είχαν δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Οι μουσικοί αυτοί ήταν σαφώς επηρεασμένοι απ’ την δυτικοευρωπαϊκή σύγχρονη και κλασική μουσική. Το στύλ τους χαρακτηρίζεται απ’ την τάση τους να μην δίνουν τόση έμφαση στο ρυθμό – συγκριτικά με τα υπόλοιπα ιδιώματα της jazz- αλλά να επικεντρώνονται στα άλλα στοιχεία της μουσικής. Μορφολογικά οι συνθέσεις τους δεν ακολουθούν απαραίτητα την κυκλική δομή της παραδοσιακής jazz, αλλά χρησιμοποιούν περισσότερο μακροδομές παρόμοιες με αυτές της κλασικής μουσικής. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό κάποιων καλλιτεχνών της ECM, είναι η χρήση ethnic στοιχείων.
H jazz αποκτά έναν αέρα αλλιώτικο. Έναν αέρα που δεν μαρτυρά τόσο έντονα την καταγωγή της, που δεν φέρει την φλόγα ενός στοιχείου εκστατικού. Μοιάζει να έχει γδυθεί το απόκρημνο πνεύμα της, εκείνο που στάθηκε απροσκύνητο μέσα στις συνθήκες που ζητούσαν να το ευνουχίσουν. Η ευρωπαϊκή jazz δεν είναι τρικυμιώδης, το μουσικό αγρίμι που υπήρξε στέκει ξεδοντιασμένο. Δεν μπορεί να λαβώσει, μπορεί ωστόσο να συνεπάρει ταξιδεύοντας τον ακροατή επάνω σε ήμερο νερό. Οπωσδήποτε είναι ενδιαφέρουσα. Και αναμφίβολα η ευρωπαϊκή jazz ,δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα πρόσωπο της jazz, αλλιώτικο και ιδιαίτερο, ανάμεσα στα αμέτρητα πρόσωπα που έτσι κι αλλιώς έχει. Γνωστοί καλλιτέχνες που ενσωματώθηκαν στην οικογένεια της ECM είναι οι Keith Jarrett, Jan Garbarek, Chick Corea, Gary Burton, Bill Frisell, Art Ensemble of Chicago, Terje Rypdal, Bobo Stenson, Pat Metheny, Dave Holland, Egberto Gismonti, Jack DeJohnette, John Surman, John Abercrombie, Carla Bley, Paul Motian, Tomasz Stanko, Eberhard Weber, Arild Andersen, Jon Christensen.
Acid jazz
HAcid jazz εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Πρόκειται για ένα είδος επηρεασμένο απ’ τη τεχνική του turntablism (οι τεχνικές που εμπνεύστηκαν οι μουσικοί της hiphop μέσω της χρήσης του πικάπ) του hiphop. Σε αυτό το σημείο πρέπει ανάφερθεί -μια και η acidjazz εμπεριέχει στοιχεία ηλεκτρονικών ηχητικών εφέ – ότι η πρώτη φορά που ακούμε scratch ηχογραφημένο σε δίσκο , είναι στο δίσκο “Rockit” του HerbieHancock. Οι τεχνικές οι οποίες αναπτύχθηκαν στην electro μουσική ήταν η αντικατάσταση των πραγματικών οργάνων από visualinstruments ,δηλαδή από ηχητικούς συνθετητές (synthesizer) και επεξεργασμένες ηχογραφήσεις που εξομοιώνουν τον ήχο των οργάνων. Επί της ουσίας δηλαδή η electro μουσική είναι η αντικατάσταση του rythmsection από visualinstruments. To στοιχείο αυτό , αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της mainstream μουσικης απ’ τα μέσα του ’80 και ύστερα , πράγμα το οποίο επηρέασε κάποιους απ’ τους μουσικούς της jazz ,οι οποίοι ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Μερικοί απ’ αυτούς είναι : ο MilesDavis με τον τελευταίο δίσκο της ζωής του “DooBop” ,GrantGreen , HerbieHancock, RoyAyers.
Από το 1990 και μετά επί της ουσίας εξελίσσονται τα προαναφερθέντα είδη , ενώ ταυτοχρόνως διάφορα μουσικά σχήματα αναπαράγουν τα είδη της jazz απ’ την εποχή των blues. Θα ήταν υπερεκτίμηση των όσων επακολούθησαν απ’ το ’90 και μετά , αν λέγαμε πως σηματοδότησαν την έναρξη μιας νέας εποχής για την jazz ή ότι αποκάλυψαν μια ακόμα πτυχή της. Οι μουσικοί βέβαια της jazz πάντα πειραματίζονται , πάντα φαίνεται να είναι συνεπαρμένοι απ’ το τεράστιο πεδίο που τους δίνει αυτή η μουσική , ώστε να ξεδιπλώσουν την δεξιοτεχνία , την ικανότητα και την εφευρετικότητα τους. Ωστόσο είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια , οι νέοι μουσικοί της jazz λειτούργησαν περισσότερο αναπαραγωγικά , αναβιώνοντας τις πρώτες μορφές της jazz – κάτι σαν επιστροφή στις ρίζες! Ύστερα επιδίδονται συχνά σε “πάντρεμα” άλλων ειδών μουσικής με την jazz. Βεβαίως αυτά όλα δεν συνιστούν πρωτοπορία. Η ενασχόληση όμως και μόνο, με την εν λόγω μουσική , δίνει ένα πλήθος ευκαιριών στον εκάστοτε μουσικό να ανοίξει τα φτερά του και να δοκιμάσει τον εαυτό του σε ένα σωρό ρυθμικά ,μελωδικά και τεχνικά αινίγματα. Τα δώρα δε που προσφέρει η ακρόαση της – ειδικά για τους λάτρεις του είδους – είναι ανυπολόγιστης αισθητικής αξίας.
Η τζαζ δε σταματά ποτέ (Δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα)
Μετά τη δεκαετία του 1960, εμφανίζονται ρεύματα όπως «άβανγκαρντ» (avant-garde), «λάτιν» (latin), «άσιντ τζαζ» (acidjazz) κ.ά.
Ακόμα και συνθέτες μουσικής του 20ου αι. έχουν γράψει επηρεασμένοι από τη τζαζ μουσική (όπως οι Κουρτ Βάιλ, Τζορτζ Γκέρσουιν , Λέοναρντ Μπέρνσταϊν κ.ά.). O Κλωντ Ντεμπισύ το 1908 συνέθεσε το έργο «Gollywog’s Cakewalk», ο Ιγκόρ Στραβίνσκι έγραψε συνθέσεις σε στυλ ράγκταϊμ και συνέθεσε το «Ebony Concerto» για το τζαζίστα Γούντι Χέρμαν (W. Herman), ενώ ο Άλμπαν Μπεργκ χρησιμοποίησε στοιχεία τζαζ στην όπερα «Lulu».
Η τζαζ μουσική πλέον αναγνωρίστηκε ως η μουσική που αντιπροσώπευε την ελευθερία. Οι μουσικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν στοιχεία της τζαζ στις συνθέσεις τους, δημιουργώντας νέα είδη μουσικής. Εξάλλου, όπως έχει πει και ο συγγραφέας και διευθυντής του περιοδικού «JazzMagazine», Φίλιπ Κάρλς (Ph. Carles): «η έννοια της τζαζ δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη μουσική. Αν προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε αποκλειστικά με μουσικολογικούς όρους, τότε παραβλέπουμε το πιο σημαντικό της σημείο, το βασικό της κλειδί, ότι πάνω απ’ όλα η τζαζ είναι μια στάση ζωής, ένας τρόπος να αντιμετωπίζεις τον κόσμο και την καθημερινή ζωή».
Αυτοσχεδιασμός στη τζαζ
Ορισμός
Ο αυτοσχεδιασμός με έναν απλό τρόπο, ορίζεται ως η μη προσχεδιασμένη δημιουργία. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτοσχεδιασμό, είναι σίγουρα συνυφασμένη με την ανάγκη για έκφραση και την έμφυτη δημιουργικότητά του. Σε όλες τις εποχές συναντάμε τον αυτοσχεδιασμό σε ποικίλες εκδηλώσεις, από την κατασκευή ενός τραγουδιού μέχρι και την δημιουργία μιας τεχνικής κατασκευής. Αν και πολλοί πιστεύουν πως ο μουσικός αυτοσχεδιασμός είναι ιδίωμα της παραδοσιακής μουσικής διαφόρων χωρών και από τις σημερινές μουσικές κυρίως της τζαζ, στην πραγματικότητα και στην εποχή ακόμα της φορμαρισμένης “κλασικής” μουσικής, η ανάγκη για αυτοσχεδιασμό υπήρξε και εκδηλωνόταν. Η “Κατέντσα” ενός Κοντσέρτου για παράδειγμα, το σημείο δηλ. όπου ο μουσικός σε μια παύση της ορχήστρας, αναλάμβανε να παίξει ένα δύσκολο και εντυπωσιακό μέρος επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τις δεξιοτεχνικές ικανότητές του, ήταν εξ ολοκλήρου αυτοσχεδιασμένη. Σήμερα βέβαια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού οι κατέντσες είναι από πριν γραμμένες και απομνημονευμένες. Επίσης η “Φαντασία”, η μουσική αυτή μορφή που ξεκινά από τον 16ο αιώνα, έχει καθαρά χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό ενώ σπουδαίοι συνθέτες και εκτελεστές όπως οι Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Λιστ και άλλοι, ήταν και μεγάλοι δεξιοτέχνες του αυτοσχεδιασμού.
Βεβαίως, για να μπορέσει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο αυτοσχεδιασμός να αναχθεί σε τέχνη είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα σύστημα άσκησης των αυτοσχεδιαστικών ικανοτήτων.
Η προσέγγιση του τζαζ αυτοσχεδιασμού
Καταρχάς κάθε επιπέδου μουσικός είναι ικανός για αυτοσχεδιασμό με αποτελέσματα βέβαια ανάλογα του επιπέδου σπουδών και εξάσκησής του. Αυτή η βεβαιότητα είναι και το πρώτο βήμα προσέγγισης στον τζαζ αυτοσχεδιασμό, καθώς συχνά, η ομορφιά και δεξιοτεχνία των εκτελέσεων από τους μεγάλους δημιουργούς της τζαζ, δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι απρόσιτο σε κάποιον που δεν έχει αυτό το «χάρισμα». Στην πραγματικότητα, το μυστικό που κρύβεται πίσω από όλους τους σημαντικούς μουσικούς που έμειναν στην ιστορία, είναι εκτός από το ταλέντο, η πολύ σκληρή και επίπονη δουλειά επάνω στο μουσικό τους όργανο.
Ο μεγάλος σαξοφωνίστας της Bebop,Τσάρλι Πάρκερ(Charlie Parker 1920-1954) γνωστός και ως Bird, είχε πει ότι πριν αποφασίσει να εμφανιστεί στο ευρύ κοινό, μελετούσε καθημερινά 11 έως 15 ώρες επί 4 ολόκληρα χρόνια. Εάν λοιπόν η μελέτη είναι κάτι απαραίτητο για μουσικούς αυτού του μεγέθους, πόσο μάλλον ισχύει το ίδιο για τον κάθε επίδοξο μουσικό της τζαζ.
Οι προϋποθέσεις
Τρία απαραίτητα στοιχεία χρειάζονται σε κάθε μουσικό που επιθυμεί να προσεγγίσει τον τζαζ αυτοσχεδιασμό.
- Επιθυμία και επιμονή
Καθώς η διαρκής εξάσκηση στα διάφορα αντικείμενα, η επιμονή στη διόρθωση των λαθών και η κούραση μπορεί να αποτελέσουν αιτίες για εγκατάλειψη της προσπάθειας.
- Ακούσματα τζαζ μουσικής από ηχογραφήσεις ή και ζωντανές εμφανίσεις
Η τζαζ μουσική από τότε που ξεκίνησε, περιέχει στοιχεία που είναι δύσκολο να καταγραφούν με τη μουσική σημειογραφία στο χαρτί.
Η έκφραση, οι χρωματισμοί, οι τονισμοί, ο τρόπος που ξεκινά και τελειώνει ένα αυτοσχεδιαστικό μέρος, είναι πράγματα που πολύ λίγο αποτυπώνονται στη σημειογραφία της τζαζ και περισσότερο αποτελούν στοιχεία που ο μουσικός μαθαίνει μέσα από την ακουστική επαφή του με τη μουσική αυτή.
Η τζαζ μουσική από τη φύση της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την πλήρη καταγραφή της όπως ένα έργο της “Κλασικής” μουσικής, αφού έτσι θα πάψει να είναι αυτοσχεδιαστική και θα χάσει την ελευθερία προσαρμογής της, στην προσωπικότητα του εκτελεστή. Άλλωστε, εκατοντάδες διάσημα κομμάτια της τζαζ, έχουν παιχτεί από τον κάθε μουσικό σύμφωνα με την μουσική προσωπικότητά του και τη διάθεση της στιγμής.
- Μέθοδο μελέτης
Το τί θα μελετήσει και το πώς θα μελετήσει ο μουσικός, είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο στον δρόμο για την επίτευξη του στόχου που είναι ο δημιουργικός αυτοσχεδιασμός. Ένας προγραμματισμός είναι απαραίτητος και θα γίνει ανάλογα με το διαθέσιμο για μελέτη χρόνο. Τα αντικείμενα είναι πολλά και ο χρόνος θα πρέπει να μοιραστεί ανάλογα, δίνοντας έμφαση στα σημεία που ο μουσικός υστερεί περισσότερο.
Τα δομικά στοιχεία του τζαζ Αυτοσχεδιασμού
Κάθε μουσικός που γνωρίζει την βασική μουσική θεωρία (διαστήματα, κλίμακες, συγχορδίες) και γνωρίζει τα στοιχειώδη στο μουσικό του όργανο, έχει την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει με τα αντίστοιχα, βεβαίως, της τεχνικής του αποτελέσματα. Για να καταφέρει κάτι τέτοιο, σε κάποιο είδος μουσικής που ενδιαφέρεται να αυτοσχεδιάσει, θα πρέπει να γνωρίσει τα βασικά δομικά στοιχεία που αποτελούν τη μουσική του ενδιαφέροντός του. Το ίδιο συμβαίνει είτε πρόκειται για ένα αυτοσχεδιασμένο ταξίμι ως προανάκρουσμα σε κάποιο παραδοσιακό ή λαϊκό τραγούδι, είτε για έναν αυτοσχεδιασμό στη Τζαζ.